Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) |
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, γιος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης το γένος Σκάγιαννη. Είχε μια αδερφή και έναν αδερφό. Παρακολούθησε εγκλύκλια μαθήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Το 1913 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά, όπου συνδέθηκε συναισθηματικά με την Άννα Σκορδούλη (δεσμός που κράτησε ως το 1922). Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε το 1917. Το 1918 επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και συλλήφθηκε ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί, λίγο αργότερα όμως γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και πήρε αναστολή στράτευσης. Στις αρχές του 1919 προσπάθησε να λειτουργήσει προσωπικό δικηγορικό γραφείο χωρίς επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε ξανά και τον Οκτώβριο διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε ως τον Φλεβάρη του 1920. Τον ίδιο χρόνο απαλλάχτηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα ως ανίκανος και μετατέθηκε στην Άρτα. Ακολούθησαν μεταθέσεις στις νομαρχίες Κυκλάδων και Αττικοβοιωτίας, όπου το 1922 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, επίσης νομαρχιακή υπάλληλο την εποχή εκείνη. Η Πολυδούρη ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη με πάθος και η σύντομη σχέση τους την οδήγησε στην απελπισία. Το φθινόπωρο του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε στην κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Το 1924 ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ιταλία. Δυο χρόνια αργότερα ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με το συνθέτη ξάδερφό του Θ.Δ. Καρυωτάκη και στο τέλος του χρόνου μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Είχαν τότε ξεκινήσει οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του εναντίον του λόγω της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης. Το 1927 μετατέθηκε στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων και το 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συμμετείχε στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ αποσπάστηκε για πέντε μήνες στην Πάτρα. Στη θέση του στην Αθήνα επέστρεψε το Μάη του ίδιου χρόνου και αμέσως μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι μετατέθηκε στην Πρέβεζα, όπου τον Ιούλιο αυτοπυροβολήθηκε , στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων, σε ηλικία τριάντα τριών ετών. Η ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία ξεκίνησε σε ερασιτεχνικό επίπεδο γύρω στο 1912 όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Παρνασσός, Ελλάς), ενώ σ’ όλη του τη ζωή ασχολήθηκε παράλληλα με τη σκιτσογραφία. Συνέχισε να δημοσιεύει στίχους και στα φοιτητικά του χρόνια, και το 1916 πραγματοποίησε μια διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά. Στις αρχές του 1919 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Νουμά και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων και το σατιρικό περιοδικό Γάμπα (μαζί με το φίλο του Άγη Λεβέντη), που γνώρισε επιτυχία, απαγορεύτηκε όμως μετά το έκτο τεύχος από τη λογοκρισία. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Μούσα, Λόγος (Κων/πολης), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), Έσπερος (Σύρου), Νέα Τέχνη, Νέα Εστία, Εμείς (όπου το 1924 δημοσίευσε το ποίημα Ένα σπιτάκι, που συμπεριέλαβε στις Ελεγείες και Σάτιρες και αφιέρωσε στην Πολυδούρη) κ.α. Το 1920 πήρε το β’ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Τραγούδια της πατρίδας. Το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, καθώς ο Καρυωτάκης νοσηλευόταν τότε στο Στ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1921 δημοσίευσε τα Νηπενθή, τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και έγραψε τη θεατρική επιθεώρηση Πελ - Μελ μαζί με το Σακελλαριάδη (ενώ σημειώνεται επίσης το χαμένο μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ο Άρρωστος, γραμμένο το 1920). Τελευτάια ποιητική συλλογή του είναι η Ελεγεία και Σάτιρες, που τυπώθηκε το 1927. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα και μεταφράσεις και το 1928 δημοσίευσε το άρθρο Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα. Ο Καρυωτάκης θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκφραστής του λεγόμενου νεορομαντικού πνεύματος στην αθηναϊκή ποίηση του Μεσοπολέμου (στον ίδιο χώρο τοποθετούνται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Ουράνης και άλλοι). Ξεκινώντας από το χώρο του συμβολισμού με επιρροές από τους Μαλακάση, Βάρναλη αλλά και Heine και Laforgue οδηγήθηκε σταδιακά από τη ρομαντική αναζήτηση μιας βιώσιμης ζωής και την ονειροπόληση στη σάτιρα και το σαρκασμό, με προσανατολισμό τόσο την προσωπική ζωή όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η ιδιαίτερη σχέση της ζωής του Καρυωτάκη με την εξέλιξη της ποίησής του και ο πρόωρος δραματικός θάνατός του, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της αντιμετώπισης του έργου του από τους μεταγενέστερους ποιητές, τη λογοτεχνική κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Πηγή:EKEBI
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, γιος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης το γένος Σκάγιαννη. Είχε μια αδερφή και έναν αδερφό. Παρακολούθησε εγκλύκλια μαθήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Το 1913 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά, όπου συνδέθηκε συναισθηματικά με την Άννα Σκορδούλη (δεσμός που κράτησε ως το 1922). Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε το 1917. Το 1918 επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και συλλήφθηκε ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί, λίγο αργότερα όμως γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και πήρε αναστολή στράτευσης. Στις αρχές του 1919 προσπάθησε να λειτουργήσει προσωπικό δικηγορικό γραφείο χωρίς επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε ξανά και τον Οκτώβριο διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε ως τον Φλεβάρη του 1920. Τον ίδιο χρόνο απαλλάχτηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα ως ανίκανος και μετατέθηκε στην Άρτα. Ακολούθησαν μεταθέσεις στις νομαρχίες Κυκλάδων και Αττικοβοιωτίας, όπου το 1922 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, επίσης νομαρχιακή υπάλληλο την εποχή εκείνη. Η Πολυδούρη ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη με πάθος και η σύντομη σχέση τους την οδήγησε στην απελπισία. Το φθινόπωρο του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε στην κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Το 1924 ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ιταλία. Δυο χρόνια αργότερα ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με το συνθέτη ξάδερφό του Θ.Δ. Καρυωτάκη και στο τέλος του χρόνου μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Είχαν τότε ξεκινήσει οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του εναντίον του λόγω της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης. Το 1927 μετατέθηκε στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων και το 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συμμετείχε στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ αποσπάστηκε για πέντε μήνες στην Πάτρα. Στη θέση του στην Αθήνα επέστρεψε το Μάη του ίδιου χρόνου και αμέσως μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι μετατέθηκε στην Πρέβεζα, όπου τον Ιούλιο αυτοπυροβολήθηκε , στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων, σε ηλικία τριάντα τριών ετών. Η ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία ξεκίνησε σε ερασιτεχνικό επίπεδο γύρω στο 1912 όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Παρνασσός, Ελλάς), ενώ σ’ όλη του τη ζωή ασχολήθηκε παράλληλα με τη σκιτσογραφία. Συνέχισε να δημοσιεύει στίχους και στα φοιτητικά του χρόνια, και το 1916 πραγματοποίησε μια διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά. Στις αρχές του 1919 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Νουμά και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων και το σατιρικό περιοδικό Γάμπα (μαζί με το φίλο του Άγη Λεβέντη), που γνώρισε επιτυχία, απαγορεύτηκε όμως μετά το έκτο τεύχος από τη λογοκρισία. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Μούσα, Λόγος (Κων/πολης), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), Έσπερος (Σύρου), Νέα Τέχνη, Νέα Εστία, Εμείς (όπου το 1924 δημοσίευσε το ποίημα Ένα σπιτάκι, που συμπεριέλαβε στις Ελεγείες και Σάτιρες και αφιέρωσε στην Πολυδούρη) κ.α. Το 1920 πήρε το β’ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Τραγούδια της πατρίδας. Το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, καθώς ο Καρυωτάκης νοσηλευόταν τότε στο Στ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1921 δημοσίευσε τα Νηπενθή, τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και έγραψε τη θεατρική επιθεώρηση Πελ - Μελ μαζί με το Σακελλαριάδη (ενώ σημειώνεται επίσης το χαμένο μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ο Άρρωστος, γραμμένο το 1920). Τελευτάια ποιητική συλλογή του είναι η Ελεγεία και Σάτιρες, που τυπώθηκε το 1927. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα και μεταφράσεις και το 1928 δημοσίευσε το άρθρο Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα. Ο Καρυωτάκης θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκφραστής του λεγόμενου νεορομαντικού πνεύματος στην αθηναϊκή ποίηση του Μεσοπολέμου (στον ίδιο χώρο τοποθετούνται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Ουράνης και άλλοι). Ξεκινώντας από το χώρο του συμβολισμού με επιρροές από τους Μαλακάση, Βάρναλη αλλά και Heine και Laforgue οδηγήθηκε σταδιακά από τη ρομαντική αναζήτηση μιας βιώσιμης ζωής και την ονειροπόληση στη σάτιρα και το σαρκασμό, με προσανατολισμό τόσο την προσωπική ζωή όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η ιδιαίτερη σχέση της ζωής του Καρυωτάκη με την εξέλιξη της ποίησής του και ο πρόωρος δραματικός θάνατός του, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της αντιμετώπισης του έργου του από τους μεταγενέστερους ποιητές, τη λογοτεχνική κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Πηγή:EKEBI
Δικτυογραφία:
Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.
Βικιπαίδεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου